τηλεφωνικός

τηλεφωνικός
η , ό[ν] телефонный;

τηλεφωνική σύνδεση (γραμμή) — телефонная связь (линия);

τηλεφωνικόν δίκτυον — телефонная сеть;

τηλεφωνική συσκευή — телефонный аппарат;

τηλεφωνικός δίαυλος — телефонный канал;

τηλεφωνική συνδιάλεξη — телефонный разговор;

τηλεφωνικός κατάλογος (θάλαμος) — телефонная книга (будка)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τηλεφωνικός" в других словарях:

  • τηλεφωνικός — ή, ό, Ν τηλεπ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή») 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»). επίρρ... τηλεφωνικώς και… …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τηλεφωνία ή το τηλέφωνο: Τηλεφωνική εγκατάσταση. 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο: Τηλεφωνική συνδιάλεξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»